φυτωνύμιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φυτωνύμιο | τα | φυτωνύμια |
γενική | του | φυτωνύμιου & φυτωνυμίου |
των | φυτωνύμιων & φυτωνυμίων |
αιτιατική | το | φυτωνύμιο | τα | φυτωνύμια |
κλητική | φυτωνύμιο | φυτωνύμια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φυτωνύμιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική phytonyme < ελληνιστική κοινή φυτώνυμος < αρχαία ελληνική φυτόν + ὄνομα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φυτωνύμιο ουδέτερο
- (γλωσσολογία) ονομασία τόπου που ονομάστηκε έτσι από κάποιο φυτό
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γλωσσολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)