φυτωνύμιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φυτωνύμιο τα φυτωνύμια
      γενική του φυτωνύμιου
φυτωνυμίου
των φυτωνύμιων
φυτωνυμίων
    αιτιατική το φυτωνύμιο τα φυτωνύμια
     κλητική φυτωνύμιο φυτωνύμια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φυτωνύμιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική phytonyme < ελληνιστική κοινή φυτώνυμος < αρχαία ελληνική φυτόν + ὄνομα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φυτωνύμιο ουδέτερο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]