ονόματι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ὀνόματι

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ονόματι < ὀνόματι, δοτική ενικού του ουδέτερου ὄνομα, όπως στην αρχαία κλίση, σημασιολογικό δάνειο από τη γερμανική namens. Δείτε και την έκφραση εν ονόματι[1]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

ονόματι ως επίρρημα[1]

  1. με το όνομα, που ονομάζεται, που έχει το όνομα
    Μένει εδώ κάποιος ονόματι Χατζηαντωνίου;

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]