ονόματι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ονόματι < ὀνόματι, δοτική ενικού του ουδέτερου ὄνομα, όπως στην αρχαία κλίση, σημασιολογικό δάνειο από τη γερμανική namens. Δείτε και την έκφραση εν ονόματι[1]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]- με το όνομα, που ονομάζεται, που έχει το όνομα
- Μένει εδώ κάποιος ονόματι Χατζηαντωνίου;
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ 1,0 1,1 ονόματι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας