συνονόματος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συνονόματος < συν- + όνομα, ονοματ- + -ος
- και (ουσιαστικοποιημένο)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /si.noˈno.ma.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐νο‐νό‐μα‐τος
- παλιότερος συλλαβισμός : συν‐ο‐νό‐μα‐τος
Επίθετο
[επεξεργασία]συνονόματος, -η, -ο
- που έχει το ίδιο όνομα ή επώνυμο με το άτομο στο οποίο αναφέρεται
- ※ Ὁ πονηρὸς εἶναι σύντροφος συνονόματος τοῦ διαβόλου. (Φώτης Κόντογλου, Γίγαντες ταπεινοί, 2000)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]συνονόματος αρσενικό (θηλυκό συνονόματη)