προσωπωνύμιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | προσωπωνύμιο | τα | προσωπωνύμια |
γενική | του | προσωπωνύμιου & προσωπωνυμίου |
των | προσωπωνύμιων & προσωπωνυμίων |
αιτιατική | το | προσωπωνύμιο | τα | προσωπωνύμια |
κλητική | προσωπωνύμιο | προσωπωνύμια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]προσωπωνύμιο ουδέτερο
- όνομα κάποιου προσώπου / ανθρώπου (επώνυμο, βαφτιστικό, παρατσούκλι κ.λπ.)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προσωπωνύμιο
|