ονοματοποιώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ονοματοποιώ < αρχαία ελληνική ὀνοματοποιῶ / ὀνοματοποιέω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /o.no.ma.to.piˈo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐νο‐μα‐το‐ποι‐ώ

ονοματοποιώ, αόρ.: ονοματοποίησα, παθ.φωνή: ονοματοποιούμαι, π.αόρ.: ονοματοποιήθηκα, μτχ.π.π.: ονοματοποιημένος

  1. δημιουργώ λέξεις ή ονόματα με την φαντασία μου
  2. πλάθω λέξεις που μιμούνται ήχους της φύσης

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)