nom
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
nom | noms |
nom (fr) αρσενικό
- όνομα
- Quel est le nom de cette plante ? : Πώς το λένε αυτό το φυτό;
- επίθετο, επώνυμο
- Pouvez-vous épeler votre nom, s'il-vous-plaît ? : Μπορείτε να πείτε πώς γράφεται το (οικογενειακό) όνομά σας, παρακαλώ;
- (γραμματική) ουσιαστικό