ονοματολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ονοματολογία < (όνομα) ονοματο- + -λογία
- για τη γλωσσολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική onomatologie
- για τους επιστημονικούς όρους < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική nomenclature[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /o.no.ma.to.loˈʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐νο‐μα‐το‐λο‐γί‐α
- τονικό παρώνυμο: ονοματολόγια
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ονοματολογία θηλυκό
- (γλωσσολογία) η μελέτη των ονομάτων ανθρώπων (ανθρωπωνυμίων) και τόπων (τοπωνυμίων)
- το σύνολο των όρων μιας επιστήμης και οι κανόνες με βάση τους οποίους χρησιμοποιούνται
- ⮡ ονοματολογία οργανικών χημικών ενώσεων
- ≈ συνώνυμα: ονοματολόγιο → δείτε και τη λέξη ορολογία
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τις λέξεις όνομα και λέγω
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- https://onomatologiki.wordpress.com/ Eλληνική Ονοματολογική Εταιρεία (Ε.Ο.Ε.) ίδρυση:1980 (Association Onomastique Grecque)
- → δείτε το συνθετικό -ωνύμιο για πολλούς ονοματολογικούς όρους
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ονοματολογία
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ονοματολογία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ονοματο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λογία (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γλωσσολογία (νέα ελληνικά)
- Ονομασίες (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)