ονοματολογικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ονοματολογικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ονοματολογικός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ονοματολογικό ουδέτερο
- το ζήτημα της ονομασίας κάποιου (ανθρώπου, κράτους κ.λπ.)
- Επίσης σημείωσε ότι όσον αφορά το ονοματολογικό, θεωρεί ότι δεν υπάρχουν διαφορές στα οράματα μεταξύ ΠΓΔΜ και Ελλάδας και μίλησε για την ανάγκη διαφοροποίησης της ΠΓΔΜ και της Περιφέρειας της Μακεδονίας «και να τηρηθεί η αξιοπρέπεια και η ταυτότητα ώστε να διατηρηθούν τα σύνορα», όπως είπε. (*)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ονοματολογικό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ονοματολογικό
- αιτιατική ενικού του ονοματολογικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ονοματολογικός