προσωνυμία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προσωνυμία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προσωνυμία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προσωνυμία θηλυκό
- όνομα που προστίθεται σε ένα πρόσωπο και έχει σχέση με κάποια χαρακτηριστική ιδιότητα του προσώπου αυτού
- «Ηρακλής νικητής», προσωνυμία του Ηρακλή στην αρχαία Ρώμη.