прикметник
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ουκρανικά (uk)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
прикметник (uk) αρσενικό
- (γραμματική) το επίθετο