adjektivo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | adjektivo | adjektivoj |
αιτιατική | adjektivon | adjektivojn |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
adjektivo (eo)
- (γραμματική) το επίθετο
Ίντο (io)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
adjektivo | adjektivi |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
adjektivo (io)
- (γραμματική) το επίθετο