νεφεληγερέτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νεφεληγερέτης < αρχαία ελληνική
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νεφεληγερέτης αρσενικό
- αυτός που συγκεντρώνει τα σύννεφα· τυπικό επίθετο του θεού Δία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νεφεληγερέτης
|