cleaner
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
cleaner (en)
- συγκριτικός βαθμός του clean: καθαρότερος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
cleaner | cleaners |
cleaner (en)
- ο καθαριστής, η καθαρίστρια
- ο καθαριστήρας
- η ουσία που καθαρίζει
- (στον πληθυντικό) το καθαριστήριο, το στεγνοκαθαριστήριο
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
cleaner στην αγγλική Βικιπαίδεια
Πηγές[επεξεργασία]
- cleaner - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
- cleaner - Oxford Learner's Dictionaries