cleaner

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

cleaner (en)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
cleaner cleaners

cleaner (en)

  1. ο καθαριστής, η καθαρίστρια
  2. ο καθαριστήρας
  3. η ουσία που καθαρίζει
  4. (στον πληθυντικό) το καθαριστήριο, το στεγνοκαθαριστήριο

Παράγωγες λέξεις[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • cleaner στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Πηγές[επεξεργασία]