cleaner
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
cleaner | cleaners |
cleaner (en)
- (επάγγελμα) ο καθαριστής, η καθαρίστρια
- ↪ a window cleaner - καθαριστής παραθυριών
- (συνήθως σε σύνθετα) το καθαριστικό, η ουσία ή η μηχανή που καθαρίζει
- ↪ an acidic cleaner - όξινο καθαριστικό
- ↪ an all-purpose liquid cleaner - καθαριστικό υγρό γενικής χρήσης
- ↪ an electric vacuum cleaner - ηλεκτρική σκούπα
- (πληθυντικός ή cleaner's) το καθαριστήριο, το στεγνοκαθαριστήριο
- ↪ I gave the suit/the blankets to the cleaners/cleaner's.
- Έδωσα το κοστούμι/τις κουβέρτες στο καθαριστήριο.
- ↪ I gave the suit/the blankets to the cleaners/cleaner's.
Παράγωγα
[επεξεργασία]Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]- cleaner < clean + -er συγκριτικό
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]cleaner (en)
- συγκριτικός βαθμός του clean, καθαρότερος