military service

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
military service < → δείτε τις λέξεις military και service

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]

military service (en) (μη μετρήσιμο)

  • η θητεία
    ⮡  I do my military service.
    Κάνω τη θητεία μου.

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]