QoS

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
QoS < Quality of Service

Συντομομορφή

[επεξεργασία]

QoS (en) αρκτικόλεξο

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • QoS στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. «ποιότητα υπηρεσίας», «QoS» από αναζήτηση «quality of service» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.