cérémonie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
cérémonie | cérémonies |
cérémonie (fr) θηλυκό
- η τελετή, η ιεροτελεστία
Δείτε επίσης : ceremonie |
ενικός | πληθυντικός |
cérémonie | cérémonies |
cérémonie (fr) θηλυκό