Μετάβαση στο περιεχόμενο

ceremony

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
ceremony ceremonies

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ceremony (en)

  • η τελετή
      They decorated the church with flowers for the wedding ceremony.
    Διακόσμησαν την εκκλησία με λουλούδια για την τελετή του γάμου.