λειτουργικότητα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λειτουργικότητα < λειτουργικός + -ότητα
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λειτουργικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του λειτουργικού
- (πληροφορική) οι εργασίες που εκτελεί ένα πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λειτουργικότητα