συσκευή δικτύου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συσκευή δικτύου < → δείτε τις λέξεις συσκευή και δίκτυο < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική network device
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]συσκευή δικτύου
- (δίκτυο υπολογιστών) network device: οποιοσδήποτε εξειδικευμένος (dedicated) ηλεκτρονικός υπολογιστής που χρησιμοποιείται στην υλοποίηση του δικτύου. Δεν συμπεριλαμβάνονται οι συσκευές των χρηστών που συνδέονται για να εξυπηρετηθούν από το δίκτυο, δηλαδή οι ξένιοι υπολογιστές (hosts)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Υπερώνυμα
[επεξεργασία]Υπώνυμα
[επεξεργασία]- ασύρματο σημείο πρόσβασης (WAP)
- γέφυρα (bridge)
- δρομολογητής (router)
- εξοπλισμός απόληξης κυκλώματος δεδομένων (DCE)
- κάρτα δικτύου (NIC)
- μεταγωγέας (switch)
- πλήμνη (hub)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συσκευή δικτύου