δρομολογητής
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δρομολογητής < → λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δρομολογητής αρσενικό
- (δίκτυο υπολογιστών) συσκευή που αναλαμβάνει τη αποστολή και λήψη δεδομένων μεταξύ κόμβων διαφορετικών δικτύων.