ρούτερ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ρούτερ ουδέτερο άκλιτο
- (δίκτυο υπολογιστών) συσκευή που δρομολογεί τα δεδομένα από έναν υπολογιστή σε ένα δίκτυο από αυτούς
- Το ρούτερ μας είναι πολύ παλιό.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Δρομολογητής στη Βικιπαίδεια
- ρούτερ στα Κοινά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δίκτυο υπολογιστών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)