bridge
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
bridge | bridges |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bridge (en)
- η γέφυρα
- ↪ A bridge joins the island with the mainland.
- Μια γέφυρα συνδέει το νησί με την ηπειρωτική χώρα.
- ↪ A bridge joins the island with the mainland.
- (παιχνίδι) το μπριτζ
- (δίκτυο υπολογιστών) γέφυρα, δικτυακή συσκευή
- δείτε επίσης: bridging (networking) στην αγγλική Βικιπαίδεια
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- bridge στην αγγλική Βικιπαίδεια