ασύρματο σημείο πρόσβασης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ασύρματο σημείο πρόσβασης < → δείτε τις λέξεις ασύρματος, σημείο και πρόσβαση < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική wireless access point
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
ασύρματο σημείο πρόσβασης (el)
- (δίκτυο υπολογιστών) wireless access point: συσκευή, ένας δρομολογητής (router), που επιτρέπει την ασύρματη διασύνδεση σε ένα δίκτυο υπολογιστών.
Υπερώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασύρματο σημείο πρόσβασης
|