Kühlschrank
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈkyːlˌʃʁaŋk/
- ⓘ
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Kühl‐schrank
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Kühlschrank (de) αρσενικό
Kühlschrank (de) αρσενικό