maintenance
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
maintenance (en)
- η συντήρηση, η διατήρηση μιας συσκευής, εγκατάστασης κλπ σε καλή κατάσταση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
maintenance (fr) θηλυκό
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη maintenir