συντηρήτρια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συντηρήτρια οι συντηρήτριες
      γενική της συντηρήτριας των συντηρητριών
    αιτιατική τη συντηρήτρια τις συντηρήτριες
     κλητική συντηρήτρια συντηρήτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συντηρήτρια < συντηρη(τής) + κατάληξη θηλυκού -τρια

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

συντηρήτρια θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε συντηρητής