συντηρήτρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συντηρήτρια < συντηρη(τής) + κατάληξη θηλυκού -τρια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συντηρήτρια θηλυκό
- (επάγγελμα) θηλυκό του συντηρητής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε συντηρητής
συντηρήτρια
|