μέρος του λόγου

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μέρος του λόγου → δείτε τις λέξεις μέρος και λόγος στη γενική ενικού

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈmeɾos tu‿ˈloɣu/

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

μέρος του λόγου ουδέτερο

  1. (γραμματική) κάθε μία από τις κατηγορίες στις οποίες διαχωρίζονται οι λέξεις
    Τα μέρη του λόγου των λέξεων της ελληνικής γλώσσας είναι τα εξής: άρθρο, ουσιαστικό, επίθετο, αντωνυμία, ρήμα, μετοχή, πρόθεση, επίρρημα, σύνδεσμος, επιφώνημα.
  2. (ειρωνικό, μειωτικό) τι είδους, τι λογής, ποιας ποιότητας
    Τι μέρος του λόγου είναι αυτός ο άνθρωπος;
    Τώρα καταλάβαμε τι μέρος του λόγου ήταν η πρώην αρραβωνιαστικά του.

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]