ουσιαστικοποιώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ουσιαστικοποιώ < ουσιαστικο(ποίηση) + -ποιώ (αναδρομικός σχηματισμός) [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /u.si.a.sti.ko.piˈo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ου‐σι‐α‐στι‐κο‐ποι‐ώ
Ρήμα[επεξεργασία]
ουσιαστικοποιώ, αόρ.: ουσιαστικοποίησα, παθ.φωνή: ουσιαστικοποιούμαι, π.αόρ.: ουσιαστικοποιήθηκα, μτχ.π.π.: ουσιαστικοποιημένος
- (γραμματική) μετατρέπω κάποιο μέρος λόγου σε ουσιαστικό
- ↪ Η λέξη «χημικός» είναι επίθετο στη φράση «χημικός τύπος», αλλά ουσιαστικοποιήθηκε στον όρο «η χημικός» (η καθηγήτρια χημείας).
- ↪ περισσότερα στο ουσιαστικοποιημένος
- (γενικότερα, κυριολεκτικά) προσδίδω σε κάτι ουσιαστική σημασία ή χαρακτήρα[2]
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τις λέξεις ουσιαστικό, ουσία και ποιώ
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- επιθετικοποιώ
- → δείτε και τον αγγλικό όρο nominalise (για μετατροπή σε όνομα επίθετο ή όνομα ουσιαστικό)
Κλίση[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ουσιαστικοποιώ
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ουσιαστικοποιώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ ουσιαστικοποιώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Λέξεις με επίθημα -ποιώ (νέα ελληνικά)
- Λέξεις από αναδρομικό σχηματισμό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γραμματική (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)