εγωτισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εγωτισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική egotism < αρχαία ελληνική ἐγώ
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.ɣo.tiˈzmos/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εγωτισμός αρσενικό
- (φιλοσοφία) τάση ανάπτυξης, ανάδειξης και προβολής της ατομικότητας (με προσπάθεια ηθικής ή άλλης τελειοποίησης)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- εγωτιστής
- εγωτίστρια
- → δείτε τη λέξη εγώ
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Egotism στην αγγλική Βικιπαίδεια
- εγωισμός
- εγωλατρία
- ναρκισσισμός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φιλοσοφία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)