ma
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Αντωνυμία[επεξεργασία]
ma (fr) θηλυκό (πληθυντικός mes)
- κτητική αντωνυμία α' προσώπου για έναν κτήτορα: μου
Εσθονικά (et)[επεξεργασία]
Αντωνυμία[επεξεργασία]
ma (et)
Ίντο (io)[επεξεργασία]
Σύνδεσμος[επεξεργασία]
ma (io)
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Σύνδεσμος[επεξεργασία]
ma (it)
Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ma (nl)
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ma (pl)
- γ' ενικό πρόσωπο του ρήματος mieć
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Συγχώνευση[επεξεργασία]
ma (pt)
Κατηγορίες:
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Αντωνυμίες (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Εσθονική γλώσσα
- Αντωνυμίες (εσθονικά)
- Γλώσσα ίντο
- Σύνδεσμοι (ίντο)
- Ιταλική γλώσσα
- Σύνδεσμοι (ιταλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ιταλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (ολλανδικά)
- Ολλανδική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ολλανδικά)
- Ρηματικοί τύποι (πολωνικά)
- Πορτογαλική γλώσσα
- Συγχωνεύσεις (πορτογαλικά)