ผม
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ταϊλανδικά
(th)
[
επεξεργασία
]
Αντωνυμία
[
επεξεργασία
]
ผม
(th)
(pom)
αρσενικό
εγώ
Κατηγορίες
:
Ταϊλανδική γλώσσα
Αντωνυμίες (ταϊλανδικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Άλλες γλώσσες
Azərbaycanca
Deutsch
English
Suomi
Na Vosa Vakaviti
Français
Magyar
Bahasa Indonesia
Italiano
日本語
ಕನ್ನಡ
한국어
Kurdî
ລາວ
Lietuvių
Malagasy
ဘာသာမန်
Bahasa Melayu
Norsk
Polski
Română
ไทย
Türkçe
Tiếng Việt
粵語