εγωιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εγωιστικός < εγωιστής
Επίθετο[επεξεργασία]
εγωιστικός, -ή, -ό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εγωιστικός