egotistical
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | egotistical |
συγκριτικός | more egotistical |
υπερθετικός | most egotistical |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
egotistical (en)
- εγωιστικός
- ↪ an egotistical view of the world - εγωιστική αντίληψη του κόσμου
- ≈ συνώνυμα: selfish, egocentric, egotistic, → και δείτε τη λέξη arrogant