Μετάβαση στο περιεχόμενο

tempérament

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
tempérament tempéraments

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

tempérament (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]