tempérament
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
tempérament | tempéraments |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]tempérament (fr) αρσενικό
- η ιδιοσυγκρασία, το ταμπεραμέντο
ενικός | πληθυντικός |
tempérament | tempéraments |
tempérament (fr) αρσενικό