reschedule

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας reschedule
γ΄ ενικό ενεστώτα reschedules
αόριστος rescheduled
παθητική μετοχή rescheduled
ενεργητική μετοχή rescheduling

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
reschedule < re- + schedule

reschedule (en)