παρέμβαση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παρέμβαση < παρεμβαίνω < παρά + εμ (< εν) + βαίνω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παρέμβαση θηλυκό
- η ανάμειξη κάποιου σε υπόθεση άλλων
- η παρέμβαση ξένων δημιουργεί συχνά προβλήματα στις σχέσεις
- ό,τι παρεμβάλλεται, η παρεμβολή
- τεχνικές παρεμβάσεις σε ένα χώρο
- η άποψη που μπορεί να εκφέρει κάποιος για ένα θέμα σε μια συζήτηση
- τηλεφωνική παρέμβαση του υπουργού στο δελτίο ειδήσεων
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παρέμβαση