παρέμβαση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παρέμβαση | οι | παρεμβάσεις |
γενική | της | παρέμβασης* | των | παρεμβάσεων |
αιτιατική | την | παρέμβαση | τις | παρεμβάσεις |
κλητική | παρέμβαση | παρεμβάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, παρεμβάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παρέμβαση < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα παρέμβα(σις) + -ση (ελληνιστική κοινή) παρεμβαίνω κατά το σχήμα παρεκβαίνω - παρέκβαση, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική intervention[1] Μορφολογικά αναλύεται σε παρ- + έμ- + βάση.
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /paˈɾeɱ.va.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρέμ‐βα‐ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παρέμβαση θηλυκό
- η ανάμειξη κάποιου σε υπόθεση άλλων
- ↪ Η παρέμβαση συγγενών δημιουργεί συχνά προβλήματα στις σχέσεις των ζευγαριών.
- ό,τι παρεμβάλλεται, η παρεμβολή
- ↪ τεχνικές παρεμβάσεις σε ένα χώρο
- η άποψη που μπορεί να εκφέρει κάποιος για ένα θέμα σε μια συζήτηση
- ↪ τηλεφωνική παρέμβαση του υπουργού στο δελτίο ειδήσεων
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παρέμβαση
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ παρέμβαση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ση (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα παρ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα έμ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)