Μετάβαση στο περιεχόμενο

intervention

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
intervention interventions

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

intervention (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • η παρέμβαση, η επέμβαση
      The poor political situation led to direct intervention by the military.
    Η κακή πολιτική κατάσταση οδήγησε σε ευθεία παρέμβαση του στρατού.
      The compensation was given voluntarily by the company, without the need for legal intervention.
    Η αποζημίωση δόθηκε εκούσια από την εταιρεία, χωρίς να χρειαστεί δικαστική παρέμβαση.

Σύνθετα

[επεξεργασία]



      ενικός         πληθυντικός  
intervention interventions

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

intervention (fr) θηλυκό

  1. η επέμβαση, η παρέμβαση
  2. η μεσολάβηση


Συγγενικά

[επεξεργασία]