Μετάβαση στο περιεχόμενο

μεσολάβηση

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: μεσολαβή, μεσολαβεί
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεσολάβηση οι μεσολαβήσεις
      γενική της μεσολάβησης* των μεσολαβήσεων
    αιτιατική τη μεσολάβηση τις μεσολαβήσεις
     κλητική μεσολάβηση μεσολαβήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μεσολαβήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μεσολάβηση < μεσαιωνική ελληνική μεσολάβησις < ελληνιστική κοινή μεσολαβέω / μεσολαβῶ

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μεσολάβηση θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]