μεσολαβεί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /me.so.laˈvi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐σο‐λα‐βεί
- ομόηχο: μεσολαβή
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
μεσολαβεί
Δείτε επίσης : μεσολαβεῖ |
μεσολαβεί