μεσολαβώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μεσολαβώ < ελληνιστική μεσολαβέω-ῶ < μεσο- + -λαβῶ (< ἒ-λαβ-ον, αόριστος του λαμβάνω)
Ρήμα
[επεξεργασία]μεσολαβώ
- παρεμβαίνω μεταξύ δύο αντιτιθέμενων μερών, με σκοπό να επιλυθούν οι διαφορές μεταξύ τους ή να συμβιβαστούν οι διαφορετικές τους απόψεις
- ενεργώ για λογαριασμό τρίτου
- είμαι ανάμεσα σε (τοπικά ή χρονικά) σημεία
- από το σπίτι μου στη δουλειά μεσολαβούν τρεις μεγάλες λεωφόροι
- συμβαίνω μέσα σε ένα χρονικό διάστημα
- μάλλον μεσολάβησε κάτι στη δουλειά, για αυτό κι άργησε νε επιστρέψει
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μεσολαβώ
|