μεσολαβώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μεσολαβώ < ελληνιστική μεσολαβέω-ῶ < μεσο- + -λαβῶ (< ἒ-λαβ-ον, αόριστος του λαμβάνω)

μεσολαβώ

  1. παρεμβαίνω μεταξύ δύο αντιτιθέμενων μερών, με σκοπό να επιλυθούν οι διαφορές μεταξύ τους ή να συμβιβαστούν οι διαφορετικές τους απόψεις
  2. ενεργώ για λογαριασμό τρίτου
  3. είμαι ανάμεσα σε (τοπικά ή χρονικά) σημεία
    από το σπίτι μου στη δουλειά μεσολαβούν τρεις μεγάλες λεωφόροι
  4. συμβαίνω μέσα σε ένα χρονικό διάστημα
    μάλλον μεσολάβησε κάτι στη δουλειά, για αυτό κι άργησε νε επιστρέψει

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]