επέμβαση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επέμβαση | οι | επεμβάσεις |
γενική | της | επέμβασης* | των | επεμβάσεων |
αιτιατική | την | επέμβαση | τις | επεμβάσεις |
κλητική | επέμβαση | επεμβάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επεμβάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επέμβαση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπέμβα(σις) + -ση < ἐπέμβαίνω < ἐπί (επ-) + ἐμβαίνω < ἐν + βαίνω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική intervention)[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /eˈpeɱ.va.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πέμ‐βα‐ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]επέμβαση θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επεμβαίνω
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανάμειξη
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ επέμβαση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ση (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα επ- (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)