operation
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
operation (en)
- η λειτουργία (μιας συσκευής)
- χειρουργική επέμβαση, εγχείρηση
- στρατιωτική επιχείρηση
- διαδικασία-μεθοδολογία-φορμαλισμός-μηχανισμός υλοποίησης, η τεχνική κάποιας εφαρμογής, η τεχνική που ακολουθώ για κάτι