operation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- operation < μέση γαλλική operation < παλαιά γαλλική operacion < λατινική operatio
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˌɑpəˈɹeɪʃən/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
operation | operations |
operation (en)
- η λειτουργία (μιας συσκευής)
- χειρουργική επέμβαση, εγχείρηση
- στρατιωτική επιχείρηση
- διαδικασία-μεθοδολογία-φορμαλισμός-μηχανισμός υλοποίησης, η τεχνική κάποιας εφαρμογής, η τεχνική που ακολουθώ για κάτι
- (λογική, μαθηματικά, θεωρία συνόλων) πράξη
- δείτε επίσης: Operation (mathematics) στην αγγλική Βικιπαίδεια
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
operation στην αγγλική Βικιπαίδεια
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τη μέση γαλλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά γαλλικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (αμερικανικά αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Λογική (αγγλικά)
- Μαθηματικά (αγγλικά)
- Θεωρία συνόλων (αγγλικά)