surgery

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

surgery (en)

  1. η χειρουργική επέμβαση
  2. η χειρουργική
  3. το χειρουργείο
  4. (μεταφορικά) ιβέντ προσωπικής επαφής πολιτικού με το κοινό (της περιφέρειάς τους) συχνά με αμοιβαίες συζητήσεις ή απαντήσεις σε ερωτήματα