surgery

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
surgery surgeries

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

surgery (en)

  1. (μη μετρήσιμο, ιατρική) η χειρουργική επέμβαση/εγχείρηση
    They did surgery on him for appendicitis.
    Του έκαναν εγχείρηση σκωληκοειδίτιδας.
     συνώνυμα: operation, surgical procedure
  2. (μη μετρήσιμο, ιατρική) η χειρουργική, οι εγχειρήσεις, ο κλάδος της ιατρικής που ειδικεύεται στη θεραπεία του ασθενούς με τη χρήση χειρουργικών μεθόδων-επεμβάσεων
    general/children's/plastic/aesthetic surgery - γενική/παιδική/πλαστική/αισθητική χειρουργική
    He’s specialized in plastic surgery.
    Είναι ειδικευμένος σε πλαστικές εγχειρήσεις.
  3. (μετρήσιμο) το χειρουργείο, η αίθουσα όπου γίνονται οι χειρουργικές επεμβάσεις
     συνώνυμα: operating room
  4. (μετρήσιμο, μεταφορικά, βρετανικά αγγλικά) ιβέντ προσωπικής επαφής πολιτικού με το κοινό (της περιφέρειάς τους) συχνά με αμοιβαίες συζητήσεις ή απαντήσεις σε ερωτήματα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. εγχείρηση. ISBN 9780194325684. , λήμμα: 259