surgeon

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: sergeant

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
surgeon surgeons

Προφορά[επεξεργασία]

/ˈsəːdʒ(ə)n/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

surgeon (en)

Πηγές[επεξεργασία]

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 968. ISBN 9780194325684. , λήμμα: χειρούργος