operational
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | operational |
συγκριτικός | more operational |
υπερθετικός | most operational |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]operational (en)
- επιχειρησιακός, λειτουργικός, που σχετίζεται με τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί μια επιχείρηση, μηχανή, σύστημα κτλ
- ⮡ operational readiness - επιχειρησιακή ετοιμότητα
- ⮡ operational architecture - λειτουργική αρχιτεκτονική
- ⮡ operational costs - κόστος/δαπάνες λειτουργίας
- έτοιμος να λειτουργήσει
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- operational - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 497. ISBN 9780194325684., λήμμα: λειτουργία, λειτουργικός