Μετάβαση στο περιεχόμενο

operational

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός operational
συγκριτικός more operational
υπερθετικός most operational

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
operational < operation + -al

Επίθετο

[επεξεργασία]

operational (en)

  1. επιχειρησιακός, λειτουργικός, που σχετίζεται με τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί μια επιχείρηση, μηχανή, σύστημα κτλ
      operational readiness - επιχειρησιακή ετοιμότητα
      operational architecture - λειτουργική αρχιτεκτονική
      operational costs - κόστος/δαπάνες λειτουργίας
  2. έτοιμος να λειτουργήσει

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]