παρεμβατικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παρεμβατικός < παρεμβαίνω + -τικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική interventionniste)
Επίθετο[επεξεργασία]
παρεμβατικός, -ή, -ό
- που (έχει την τάση να) παρεμβαίνει
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις παρεμβαίνω και βαίνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παρεμβατικός