propre
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
propre | propres |
propre (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- καθαρός
- ...
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
propre (fr) αρσενικό
- η ιδιότητα