neutre

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /nøtʁ/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
neutre neutres

neutre (fr) αρσενικό ή θηλυκό