neutral
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈnuːtɹəl/ (αμερικανικό)
Επίθετο[επεξεργασία]
neutral (en)
[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
(πληροφορική):
- language-neutral : ανεξάρτητος γλώσσας (προγραμματισμού)
- platform-neutral : ανεξάρτητο πλατφόρμας (πχ λειτουργικού συστήματος)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
neutral στην αγγλική Βικιπαίδεια