αγροδίαιτος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αγροδίαιτος < ελληνιστική κοινή ἀγροδίαιτος < αρχαία ελληνική ἀγρός + -δίαιτος (< δίαιτα), μορφολογικά αναλύεται αγρο- + -δίαιτος
Επίθετο
[επεξεργασία]αγροδίαιτος, -ος/-η, -ο(ν)
- που ζει στους αγρούς
- ※ Αλλ’ η καλή γραία ήτο πάντοτε αγροδίαιτος, και αν διενυκτέρευε συνήθως εις την πόλιν, ποτέ, ούτε μίαν ημέραν δεν έλειπεν από την εξοχήν (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αγροδίαιτος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αγρο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -δίαιτος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)